Ἰσθμός

Ἰσθμός
Ἰσθμός () (-οῦ, -ῷ, -όν: -οῖ: unexplained hiatus, I. 1.9, I. 1.32, I. 6.5 fr. 122. 13.)
1 isthmus
a πέραν ἰσθμὸν διαβαίς, ὅτε Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόποιο κάρυξ fr. 140a. 65.
b the Corinthian Isthmus, where were held games in honour of Poseidon.

Ὀλυμπίᾳ μὲν Πυθῶνι δ' Ἰσθμοῖ τε O. 2.50

Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων O. 7.81

ἐπ' Ἰσθμῷ ποντίᾳ O. 8.48

Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τ O. 12.18

Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98

πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι P. 7.13

Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.37

Οὐλυμπίᾳ τε καὶ Ἰσθμοῖ Νεμέᾳ τε N. 4.75

Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θομὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν (sc. Ποσειδάν) N. 5.37

καὶ πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος N. 6.19

καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.26

τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.9

Ποσειδάωνι Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν περιστέλλων ἀοιδὰν I. 1.32

ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους I. 3.11

τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά I. 5.17

νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ (Hermann: αὖτ' ἐν codd.) I. 6.5

ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ I. 6.61

φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου I. 7.21

εἴπερ τριῶν Ἰσθμ[οῖ], Νεμέᾳ δὲ δυ[οῖν (e Σ supp. Lobel) fr. 6a. h. ἀλλὰ θαυμάζω τί με λέξοντι Ἰσθμοῦ δεσπόται (Casaubon: ὁμοῦ codd.: i. e. “les riches et puissants Corinthiens présents au banquet.” van Groningen) fr. 122. 13.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἰσθμός — neck masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμός — neck masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισθμός — Στενή λωρίδα γης που ενώνει δύο ξηρές και χωρίζει δύο θάλασσες. Οι ι. δημιουργούνται από διάφορα αίτια: ηφαιστειακές, αιολικές ή ιζηματογενείς αποθέσεις, τεκτονικές μεταβολές του γήινου φλοιού, βραδυσεισμικές κινήσεις κ.ά. Στη σύγχρονη εποχή οι… …   Dictionary of Greek

  • ισθμός — ο 1. στενή λωρίδα ξηράς που χωρίζει δύο θάλασσες και ενώνει δύο κομμάτια ξηράς: Ισθμός της Κορίνθου. 2. στενό τμήμα κάποιου οργάνου του σώματος που ενώνει δύο μεγαλύτερα: Ισθμός μήτρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιεράπετρας, ισθμός — Ισθμός του νομού Λασιθίου, στο Λιβυκό πέλαγος. Βλ. λ. Λασιθίου, νομός …   Dictionary of Greek

  • Ἰσθμοῖο — ἰσθμός neck masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμοῖο — ἰσθμός neck masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσθμοῖς — ἰσθμός neck masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμοῖς — ἰσθμός neck masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσθμοί — ἰσθμός neck masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμοί — ἰσθμός neck masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”